Εστω βραδερφέ, άγνωστο πώς και γιατί, ότι βρίσκεσαι κάπου στον κάμπο των Γιαννιτσών, μεσημεράκι, 12 – 1 ε; γιατί ξες, εκεί οι άνθρωποι ξυπνάνε νωρίς και συνεπώς μεσημεριάζει νωρίς. Κάπου στην επαρχιακή οδό, ανάμεσα στα Γιαννιτσά και την Αραβησσό, λίγο πριν φτάσεις στη στροφή Αχλαδοχωρίου, στ’ αριστερό σου χέρι, σ’ ένα πλάτωμα, υπό των ίσκιο των καβακίων, υπάρχει μια καντίνα, χωρίς όνομα. Χώμα κάτω από τα πόδια σου, καρέκλα πλαστικιά και αγρότες – εργάτες της περιοχής που κάνουν διάλειμμα. Λαϊκή φάση βρε παιδί μου 100%.
Γλύφω το πάτωμα;
Τι να σου πω; Αν τη βρίσκεις να γλύφεις το πάτωμα, γλύφτο. Βίτσια είναι αυτά.
Size matters:
Νορμάλ. Αλλωστε όπως λένε αυτοί που ξέρουν πέρα από το μέγεθος μετράει και τεχνική. Κι από τεχνική το μέρος σκίζει.
Τι τσιτσιρίζει στα κάρβουνα;
Τα γνωστά. Δυο λογιώ λουκάνικα πάντως (εξαιρετικά αμφότερα). Κατά τα λοιπά, παντσέτα, σουβλάκι, μπιφτέκι. Στα θετικά ότι όταν εννοεί απ’ όλα εννοεί και άλοιφη (χτυπητή) την οποία δεν χρεώνει έξτρα. Ρισπέκτ στον καντινιέρη, που είναι κι απ’ το χωριό μου (όχι δεν με ξέρει, δεν τον ξέρω).
Persil expreeeeesss
Κοίτα, μια χαρά από ταχύτητα ο τύπος, ειδικά άμα σκεφτείς ότι δούλευε μόνος, κι είχαμε ήδη μαζευτεί κατά τη μία καμιά 7-8 πεινασμένοι νοματέοι (τρεις ξεχωριστές παρέες) που οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν όρεξη (αναμενόμενο) για κουβεντούλα και (επίσης αναμενόμενο) για γράπα, την οποία ο καντινιέρης τους την σέρβιρε σε ξέχειλα ποτήρια.
Στο βάθος κήπος
Είπαμε, καβάκια, χώμα, πλαστική καρέκλα. Κάμπος. Κάβλα. Στα υπέρ του καταστήματος ότι ο μάστορας άκουγε στη διαπασών Ελληνοφρένεια.
Σαν της μάνας μου δεν είναι.
Κακά τα ψέματα, σαν της μάνας σου πουθενά, αλλά εγώ θα σε αυτήν την καντίνα θα ξανασταματήσω. Απ’ τις καλύτερες καντίνες που μου έχουν τύχει.
Και από τιμές;
4 σάντουιτς (δύο με παντσέτα, ένα με λουκάνικο χωριάτικο πικάντικο και ένα με λουκάνικο χωριάτικο όχι πικάντικο) και δύο κοκακόλες, συνολο 10 ευρώ. Εκοψε και απόδειξη σε λέω, την οποία ο αδερφός μου ξέχασε να πάρει.
Α!Να μια καντίνα! Πάμε;
Ε, να μην τα ξαναλέμε. Φυσικά να πας.
Κι εκεί που καθόμουν και μπούκωνα την παντσετούλα με πλευρίζει όχημα επιβατικόν με επιβαίνοντα ένα γηραλέο κύριο πνιγμένο στα λίπη, τόσο πνιγμένο στα λίπη που δυσκολευταν να μιλήσει. «οεέρ;» μου λέει. «Μπαρδόν;» του κάνω εκτοξεύοντας κανά δυο κρεμμύδια έκπληξης από το στόμα μου. «Κομπρεσέρ;» καταφέρνει να μου πει. Κοιτώ μες στ’ αυτοκίνητο βλέπω ένα κομπρεσέρ. «Κομπρεσέρ;» ρωτώ ηλιθιωδώς με τη σειρά μου. «Ε, κόβεις με κομπρεσέρ;» τσατίζεται ο γεμάτος λίπη γέρος. «Α, όχι κυριε» του λέω γεμάτος λύπη. «Δεν κόβεις;» μου λέει και φευγοντας με μουτζώνει ή με αποχαιρετά με ανοιχτή την παλάμη, θα σας γελάσω.
ΥΓ. Εικάζω πως η καντίνα είτε δουλεύει για λίγες ώρες το μεσημέρι μόνο είτε είναι μετακινούμενη, διότι αργά το μεσημέρι ξαναπερνώντας από το ίδιο σημείο δεν ήταν εκεί.